Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Λ.ΤΙΦΤ-ΝΤ. ΣΑΛΙΒΑΝ




ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:

Η ΕΙΡΩΝΕΙΑ ΤΟΥ ΝΑ ΥΠΗΡΕΤΕΙΣ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

Αν και υπάρχουν «πλεονεκτήματα» για το άτομο που διακηρύσ­σονται ως αιτία για την συμμετοχή του στο δράμα του νόμου, αυτοί που υποβάλλουν τα χαρτιά τους για να γίνουν όργανα του νόμου, γρήγορα ανακαλύπτουν ότι οι ίδιοι έχουν γίνει αντικείμενα, άτομα δηλαδή προς χρήση. Σύντομα, βρίσκονται στο επίκεντρο διαδικα­σιών τις οποίες κανείς δεν φαίνεται να έχει δημιουργήσει άμεσα. Αλυσοδένονται σε συρτάρια με φακέλους, σε βιβλιοθήκες, σε χαρτιά που θεωρούν ασήμαντα για τις λειτουργίες της ζωής. Διαθέτουν ελά­χιστο έλεγχο πάνω στο είδος των υποθέσεων ή των θεμάτων με τα οποία ασχολούνται. Ανακαλύπτουν ότι οι ιδέες, η ενημέρωση και τα επιχειρήματά τους, αλλοιώνονται σε καταστροφικό βαθμό ή χρησι­μοποιούνται με τρόπους που προσβάλλουν το περί ηθικής και δικαίου αίσθημά τους. Στο σενάριο του δράματος της εξουσίας και των τελετουργιών της, ο δικηγόρος υποβιβάζεται στον ρόλο του ανίκανου και του άψυχου. Ορισμένοι, εν τούτοις, συνειδητοποιούν την παράλυσή τους και αρχίζουν να κινητοποιούνται για να αξιο­ποιήσουν διαφορετικά τις ικανότητές τους. Αρνούνται πλέον να χειραγωγούνται και θέλουν να αναμιχθούν στην κοινωνική ζωή μ’ έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Όμως, όσο η νομική πρακτική στην υπηρεσία της προστασίας των ισχυρών είναι ασφαλισμένη, άλλο τόσο είναι και γραφειοκρατικοποιημένη, ελεγχόμενη και εξει­δικευμένη. Μια τέτοια απαγκίστρωση, μια τέτοια συγκρουσιακή λύση, δεν αποτρέπει την προσαρμογή, το βόλεμα και την θεσμο­ποίηση.
Η εξουσία, νόμιμη και γραφειοκρατική, φυλακίζει καταστροφικά όλες τις πλευρές της ζωής μέσα στον ζουρλομανδύα της πραγματικό­τητας της καθολικής συναίνεσης. Η πνευματική της μορφή είναι το νεκρό δόγμα (ο νόμος), ενώ η φυσική της η ωμή βία. Οι σκοποί της εξουσίας, δηλαδή ο έλεγχος της ελευθερίας των άλλων, θέτουν την σφραγίδα τους στους υποστηρικτές της, κάνοντάς τους «ηλίθιους και κτηνώδεις, ακόμη και αν αρχικά ήταν προικισμένοι με τα καλύτερα χαρίσματα. Κάποιος που μοχθεί συνεχώς για να περιορίσει τα πάντα σε μια ιεραρχική, μηχανική τάξη πραγμάτων, γίνεται τελικά κι ο ίδιος μια μηχανή και χάνει κάθε ανθρώπινο συναίσθημα». Παρ’ όλα αυτά, οι ίδιες οι λειτουργίες που υπηρετούν την εξουσία μπο­ρούν να αποκτήσουν μια απελευθερωτική διάσταση –ως άνθρωποι αρχίζουν να απελευθερώνονται από την μηχανή της εξουσίας και να την υπονομεύουν, αποκαλύπτοντας τι πραγματικά είναι το εξουσια­στικό σύστημα, τσακώνοντας τον ληστή επ’ αυτοφώρω, απελευθε­ρώνοντας τον υπηρέτη από μια φορτωμένη με αλυσίδες καριέρα.
Αυτές οι διαλεκτικές διαδικασίες ισχύουν για όλους τους υπηρέ­τες της εξουσίας, οι δραστηριότητες των οποίων εμπίπτουν στην σφαίρα της καταστροφής: τους εξωτερικούς «απονομείς της δικαιο­σύνης» –στρατιώτες, στρατιωτικούς γραφειοκράτες, διπλωμάτες, ακολούθους, συμβούλους, προβοκάτορες, ιεραπόστολους, «ξένους υπηρέτες» και προσωπικό του τύπου των «ειρηνευτικών» σωμάτων– και τους υπηρέτες του κράτους-πρόνοιας –αστυνομικούς, δικηγό­ρους, δικαστές, εισαγγελείς, δεσμοφύλακες, φύλακες, κοινωνικούς λειτουργούς, επιστήμονες και δασκάλους. Όλοι πρέπει να αρχίσουν να ασχολούνται με το νόημα του κοινωνικού τους ρόλου και της κοινωνικής τους συνείδησης, διότι όλοι είναι αλυσοδεμένοι στο εξουσιαστικό οικοδόμημα σαν υπηρέτες οι οποίοι, με την σειρά τους, αλυσοδένουν άλλους.
Οι αστυνομικοί, για παράδειγμα, αντιμέτωποι με το άμεσο καθή­κον να εκτελούν την βρομοδουλειά του εξουσιαστικού οικοδομήμα­τος, φορτώνονται με τρομερά προβλήματα που αφορούν τον γάμο και τις σχέσεις τους και εγκαταλείπουν την δουλειά τους με έναν εκπληκτικό ρυθμό. Αν παραμείνουν, ή γίνονται «μαλακοί», υιοθετώ­ντας έναν μη εξαναγκαστικό, υποβοηθητικό προσανατολισμό απένα­ντι στα προβλήματα με τα οποία οι άνθρωποι τους αντιμετωπίζουν, ή γίνονται κτηνώδεις, πωρωμένοι, ρατσιστές, αδιάφοροι και απάνθρω­ποι απέναντι σ’ αυτούς που αστυνομεύουν, στον εαυτό τους, στα παιδιά τους, σε όλους μας. Εντός των ορίων και των δύο μορφών προσαρμογής στην ιεραρχία, συμμετέχουν στην καταστροφή την οποία έχει ως αποστολή η υπηρεσία επιβολής του νόμου. Αποτελούν τα αλυσοδεμένα όργανά της, ενώ, όσο παραμένουν παγιδευμένοι στον ιστό της, είναι ανίκανοι να ξεπεράσουν τις υποχρεώσεις της δουλείας.
Παρομοίως, σύμφωνα με τις εμπειρίες του Κροπότκιν και του Μπέρκμαν, υπάρχουν φύλακες που η φυλακή τούς κακοποιεί όπως και τους κρατούμενους. Αν παραμείνουν φύλακες, γίνονται μικρο­πρεπείς, ραδιούργοι, σαδιστές, τυπολάτρες, αυταρχικοί, αλυσοδεμέ­νοι με τα ίδια σίδερα και κλειδιά που χρησιμοποιούν για να δένουν άλλους. Απανθρωποποιούνται σε τέτοιο βαθμό ώστε και οι ίδιοι γίνονται αντικείμενα των καταπιεστικών σκέψεων και πράξεών τους. Επιβεβαιώνοντας το γεγονός αυτό, ο Ζιμπαρντό, στο δραματικό του Πείραμα της Φυλακής Στάνφορντ, έδειξε ότι «φυσιολογικοί» φοιτη­τές, με το να γίνουν «φύλακες», γρήγορα απανθρωποποιήθηκαν εξ αιτίας του τρόπου με τον οποίο μεταχειρίζονταν τους «πειραματι­κούς» κρατούμενους. Όλοι οι συμμετέχοντες ανακάλυψαν ότι η κουλτούρα της φυλακής είναι καταστροφική και κτηνώδης. Ο ίδιος ο Ζιμπαρντό, όταν συνειδητοποίησε ότι είχε γίνει δεσμοφύλακας, κυριεύτηκε από τύψεις.
Επίσης πολλοί δάσκαλοι αντιμετωπίζουν πρόβλημα κοινωνικού «εγκλεισμού», καθώς αδιάκοπα πασχίζουν να υποχρεώσουν τους μαθητές να μάθουν τυποποιημένα δεδομένα, να αφομοιώσουν κον­σερβοποιημένη γνώση και να σκέπτονται σύμφωνα με την μία και μοναδική σωστή «λογική». Μέσα στο αμφιθέατρο, στην τηλεόραση, ή με την μηχανή, ο φοιτητής μεταβάλλεται σε αριθμημένο αντικεί­μενο, σε ανώνυμη οντότητα, ενώ η τιμή που πληρώνεται για την απόκτηση κρατικού επαγγελματικού διπλώματος, είναι η ανθρωπιά του. Τόσο οι καθηγητές όσο και οι φοιτητές αχρηστεύονται ως άνθρωποι, γίνονται απρόσιτοι, απόμακροι και εσωστρεφείς. Η εκπαι­δευτική διαδικασία συνήθως διαχωρίζεται από την πραγματικότητα του καθενός· είναι αφηρημένη εξ αιτίας της μορφής και του εξανα­γκαστικού της χαρακτήρα, και αδιάφορη για την ζωή και την ελευ­θερία όσων μετέχουν σ’ αυτήν.
Οι επιστήμονες είναι ομοίως παγιδευμένοι μέσα σ’ αυτήν την διαδικασία «εγκλεισμού». Ο επιστήμονας, πνευματικά ματαιόδοξος και ποταπός εξ αιτίας της δύναμής του πάνω στα «πράγματα» (χη­μικά στοιχεία, πετρώματα) και σε άλλες «μορφές ζωής» (φυτά, λου­λούδια, ποντίκια, πρωτεύοντα θηλαστικά), θεωρεί ευπρόσδεκτη την επέκταση της εφαρμογής των ίδιων πειραμάτων πάνω σε ανθρώπους. Τα πειράματα, είτε πρόκειται για ουσίες που προκαλούν αλλαγή της ταυτότητας, για εξολόθρευση μέσω χημικού ή βιολογικού πολέμου, για οικονομίες κουπονιών, ηλεκτρο- ή χημειοθεραπείες, για τεχνο­λογία «έξυπνων» πυραύλων ή για κοινωνικο-εισοδηματικο-στεγα­στικές πολιτικές, όλα είναι σχεδιασμένα για να διευθύνουν και να ελέγχουν άλλους ανθρώπους. Σ’ αυτά ο επιστήμονας ανακαλύπτει ότι παίζει ρόλο του τσιρακιού. Είναι υποταγμένος, όργανο της κυ­ρίαρχης ελίτ. Δεν έχει την δύναμη να προστατέψει τον εαυτό του ώστε να μην γίνει αντικείμενο ή πειραματόζωο.
Η ειρωνεία έγκει­ται στο γεγονός ότι μαθαίνει πως η γνώση δεν είναι ούτε απαλλαγ­μένη από αξίες ούτε ουδέτερη, αλλά είναι μάλλον μια έκφραση του ανθρώπου, ο οποίος αποτελεί και την ουσία της αξίας. Μαθαίνει ότι η πρόσβαση στην γνώση και οι ευκαιρίες να χρησιμοποιήσει την γνώση του, είναι άνισα κατανεμημένες, αποκλίνοντας προς την κατεύθυνση αυτών που διαθέτουν εξουσία.
Αυτό που κάνει ένα άτομο να συμμετέχει σε τέτοιες δραστηριό­τητες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ουδέτερο, ούτε απαλλαγμένο από αξίες, ούτε άσχετο προς αυτό που κάνει ο οργανισμός που το προσέλαβε. Αν αναζητάς θέσεις εξουσίας, το να είσαι ένας από αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις, το να σταδιοδρομείς διευθύ­νοντας άλλους, σε καθιστά συμμέτοχο στην διαφθορά του κράτους και στην καταπίεση που ασκεί. Το να κάνεις έργο της ζωής σου την άσκηση εξουσίας, είναι σαν να διαιωνίζεις μια καταστροφική για τον άνθρωπο κατάσταση πραγμάτων. Είναι σαν να συμμετέχεις στην κληρονομική μεταβίβαση των ελιτίστικων χαρακτηριστικών της κυρίαρχης τάξης, διότι στον χώρο των εξουσιαστικών οργανισμών πρέπει να αποδεικνύεις συνεχώς την ικανότητα, την ανωτερότητα και την δύναμή σου, αλλιώς θα πανικοβληθείς από τον φόβο ότι θα γίνεις κι ο ίδιος θύμα, ότι θα χάσεις την ταυτότητά σου ή ότι θα σε καταβροχθίσουν. Αλλά αν συνεχίσεις, θα απενεργοποιείς τον εαυτό σου ολοένα και περισσότερο. Η αλληλοβοήθεια, η πρωτοβουλία και οι ζωτικές αποφάσεις, θα συνεχίσουν να μονοπωλούνται από τους ισχυρούς. Ο Γκούντμαν γράφει:
«Όσο πιό ηλίθιος και απερίσκεπτος γίνεται ο λαός, τόσο η κυ­βέρνηση αυξάνει σε μέγεθος και σε ισχύ, και αντιστρόφως».
Αν αναζητάς θέσεις εξουσίας, δηλαδή να αποφασίζεις γι’ άλλους, γίνεσαι εγκληματίας. Το να εποπτεύεις, να διαφεντεύεις, να κατα­γράφεις, να ταξινομείς, να αποτιμάς, να διατάζεις να αποκαθιστάς κοινωνικά, να απελευθερώνεις υπό όρους, να εκτελείς, να κατασκο­πεύεις ή να χαφιεδίζεις, σε κατατάσσει σίγουρα στον τύπο του κατό­χου εξουσίας. «Όποιος προσπαθεί να ελέγχει κάποιον άλλον, είναι ένα αφεντικό, ένας επιτιθέμενος, ένας εισβολέας· επιπλέον, η φύση μιας τέτοιας εισβολής δεν αλλάζει, είτε γίνεται από έναν άνθρωπο πάνω σ’ έναν άλλον, σύμφωνα με τον συνηθισμένο τρόπο ενός κοι­νού εγκληματία, είτε από έναν άνθρωπο πάνω σε όλους τους άλλους, όπως συμβαίνει με τον απόλυτο μονάρχη, είτε από όλους τους ανθρώπους πάνω σε έναν, όπως συμβαίνει με την σύγχρονη δημο­κρατία.» Τα δεινά που προκαλεί ένας υπηρέτης της εξουσίας, ένας «εγκληματίας» ή ένας «κυβερνήτης», έχουν έναν κοινό παρονομα­στή. (Σ.τ.σ.: Δεν ισχυριζόμαστε ότι οι πράξεις που τα κράτη ορίζουν ως έγκλημα είναι καθ’ εαυτές επιζήμιες ή ηθικά άδικες. Για παρά­δειγμα, μπορεί να είναι παράνομο αλλά δεν είναι ούτε βλαβερό, ούτε άδικο για έναν μαύρο το να ταξιδεύει ελεύθερα σε μια νοτιοαφρικα­νική πόλη.) Όλα αποτελούν παραβιάσεις της ατομικής ή προσωπικής ελευθερίας.
Ωστόσο, τα δεινά που προκαλεί το κράτος και εκείνα που προκαλεί η ποινική κύρωση, είναι πολύ μεγαλύτερα από αυτά που προκαλούν τα συνηθισμένα αδικήματα. Τα μαρτύρια, η απαν­θρωποποίηση, η ψυχολογική και ηθική ζημιά της φυλάκισης, ξεπερ­νούν κατά πολύ την ζημιά από τα συνηθισμένα αδικήματα. Τα μαρ­τύρια, οι εκτοπίσεις, τα εγκαύματα, οι θάνατοι και η αιματοχυσία του πολέμου, ξεπερνούν κατά πολύ το αίμα όλων μαζί των «εγκλη­μάτων» στους δρόμους. Η αθλιότητα, η πείνα, η αποικιοποίηση και η εξάντληση των πόρων που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό, υπερ­βαίνουν κατά πολύ τα κακά της κοινής κλοπής. Το γεγονός ότι τα προηγούμενα καλύπτονται σκόπιμα από τον μύθο, επιτείνει την ζημιά που προκαλείται από αυτά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου